Είναι γνωστό πως οι Τσιγγάνοι είναι μουσικός λαός με τραγούδια που περιγράφουν την καθημερινότητά και τα συναισθήματα τους.Υπάρχουν πολλοί διάσημοι Τσιγγάνοι μουσικοί όπως ο Τζάνγκο Ράινχαρντ, ο Κώστας Χατζής, ο Αλέξανδρος Χατζής κτλ.
Ένα νέο είδος μουσικής είναι το τσότσεκ (19ος αιώνας). Πρόκειται για τις μπάντες των χάλκινων πνευστών των τσιγγάνων. Οι ρίζες του προέρχονται από τις Οθωμανικές μπάντες των Βαλκανίων και κυρίως αυτών που βρίσκονταν σε Σερβία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Ίδιοι δαιμονικοί ρυθμοί συναντιούνται και στη μουσική της Ρωσίας, της Γεωργίας, του Αζερμπαιτζάν, της Τουρκίας (μόνο σε αργά κομμμάτια) και μερικών ακόμα χωρών της γειτονιάς μας, όχι όμως σε τέτοια ποικιλία και συχνότητα, όσο στη Βουλγαρία.
Οι δαιμονικά γρήγοροι και ιδιαίτερα δύσκολοι ρυθμοί της, που οι Βούλγαροι τους χορεύουν με μεγάλη άνεση, και τους οποίους τα κρουστά (συνήθως νταούλι ή νταρμπούκα) συνοδεύουν με χτυπήματα σε άρση κι όχι σε θέση, είναι τρομερή πρόκληση για κάθε μουσικό κρουστών. Η ρυθμολογία της Βουλγαρικής μουσικής είναι αναμφισβήτητα η δυσκολότερη στην Ευρώπη και ίσως η πιο δύσκολη σε όλες τις παραδοσιακές μουσικές, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις απο τη χερσόνησο της Ταϊλάνδης και ορισμένα είδη της Ινδικής μουσικής. Από τα πιο διαδεδομένα και πλέον χαρακτηριστικά όργανα στη Βουλγαρική μουσική είναι η γνωστή μας γκάιντα (ο άσκαυλος, αυτή που παίζουν πολύ στη Θράκη), με παραλλαγές: χαμηλότερο κούρδισμα (εκτός απο την περιοχή της βουλγαρικής Ροδόπης, που είναι κουρδισμένη πολύ ψηλά, σαν τη δική μας), και πλήρη χρωματική κλίμακα (κι όχι πεντατονική σαν τις περισσότερες Θρακιώτικες). Υπάρχει και η kaba gaida, ο γίγαντας της γκάιντας, που η πίπιζά της (ο αυλός της) ξεπερνάει το ένα μέτρο.
Η Gadulka, τρίχορδο είδος λύρας, ενίοτε με καμιά 12αριά συμπαθητικές χορδές, ο ταμπουράς (ο γνωστός μας – σάζι στα τούρκικα ο μεγάλος, μπουλγαρί ο μικρός), που θυμίζει στον ήχο μπουζούκι, με μακρύ μπράτσο και δερμάτινα τάστα που μετακινιούνται (μπερντέδες), το kaval, είδος τσοπανικής μεγάλης φλογέρας (σαν την ηπειρώτικη τζαμάρα, αλλά με μεγάλες δυνατότητες ηχοχρωμάτων και έκτασης), ο γνωστός μας ζουρνάς, το τουπαν (ή νταούλι, όπως το ξέρουμε εμείς) σε διάφορα μεγέθη, ο νταιρές, αλλά και η νταραμπούκα, είναι τα πιο διαδεδομένα όργανα της βουλγαρικής παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής. Μετά το 1950 μπήκαν στο χορό και το κλαρίνο, το ακορντεόν, το μπάσο και βιολί, αλλά παίζονται με ιδιαίτερο τρόπο, για να ταιριάζουν στα ιδιαίτερα ηχοχρώματα και τους ρυθμούς της βουλγαρικής μουσικής.
Σήμερα, από την παραδοσιακή μουσική των παραπάνω χωρών και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας στην ελληνική μουσική, ίσως και να σημειώνεται η επιστροφή της πρώτης στη δεύτερη. Δηλαδή, όλο και περισσότερες ελληνικές μελωδίες (εάν δεν είναι copy), κυρίως των μουσικών ειδών έντεχνης σκηνής, της ελαφρο – λαϊκό ποπ, της ποπ – hip hop και της λαϊκής, συνδυάζονται με την παραδοσιακή μουσική. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κακό. Γεγογός παραμένει, όμως, η έλλειψη σύλληψης πρωτότυπων μουσικών συνθέσεων.